πλήθια μαλλιά — пышные густые волосы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλήθιος — α, ο, Ν 1. πολυπληθής, περίσσιος («που κρίματα έχει πλήθια», Σολωμ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πλήθια τα πλήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήσιος με επίδραση τού πλήθος] … Dictionary of Greek
πλήθια — τα, Ν βλ. πλήθιος … Dictionary of Greek